- ὀκτώποδα
- ὀκτώπουςeight feet longneut nom/voc/acc plὀκτώπουςeight feet longmasc/fem acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οκτώποδα — τα ζωολ. τάξη θαλάσσιων κεφαλόποδων μαλακίων με οκτώ πλοκάμους οι οποίοι φέρουν μυζητήρες χωρίς κεράτινο δίσκο, διατεταγμένους σε μία ή δύο σειρές … Dictionary of Greek
οκτάποδα — τα ζωολ. τα οκτώποδα … Dictionary of Greek
οκτάπους — ουν (ΑΜ ὀκτάπους και ὀκτώπους, ουν) 1. αυτός που έχει οκτώ πόδια 2. το αρσ. ως ουσ. ο οκτάπους και οκτώπους ζωολ. το χταπόδι νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα οκτάποδα ζωολ. τα οκτώποδα αρχ. 1. αυτός που έχει μήκος ίσο με οκτώ πόδια 2. αυτός που … Dictionary of Greek
οκτωποδίδες — (Octopodidae). Οικογένεια κεφαλοπόδων μαλακίων της τάξης των οκτωπόδων ή οκτωβραγχιονωτών. Περιλαμβάνει θαλάσσια ζώα με μικρό και στρογγυλό σώμα, που έχουν οχτώ βραχίονες και ζουν σε όλες σχεδόν τις θάλασσες. Κυριότερα γένη είναι ο οκτάπους και η … Dictionary of Greek
στοιχιαίος — αία, ον, Α (δομ.) αυτός που έχει διαστάσεις στοίχου («ὑπερτόναια... πάχος στοιχιαῑα, μῆκος ὀκτώποδα», επιγρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < στοῖχος + κατάλ. ιαῖος (πρβλ. ποδ ιαῖος)] … Dictionary of Greek
χταπόδι — (octopus vulgaris). Κεφαλόποδο της οικογένειας των οκταποδιδών, της τάξης των οκταπόδων. Αυτό και διάφορα άλλα κεφαλόποδα μαλάκια λέγονται μερικές φορές πολύποδες, όρος που χρησιμοποιείται ορθότερα για να δείξει μια από τις δυο μορφές που… … Dictionary of Greek